- σιωπηλότητα
- [-ης (-ητος)] η молчаливость, безмолвность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιωπηλότητα — η, Ν η ιδιότητα τού σιωπηλού, το να είναι κανείς σιωπηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιωπηλός. Η λ., στον λόγιο τ. σιωπηλότης, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
σιώπηση — η / σιώπησις, ήσεως, ΝΑ [σιωπῶ] νεοελλ. 1. σιωπή, σιγή 2. επιβολή σιωπής 3. αποσιώπηση αρχ. 1. η συνήθεια τού να είναι κανείς σιωπηλός, σιωπηλότητα 2. μτφ. προκάλυμμα που αποσκοπεί στην απόκρυψη τής πραγματικότητας, πέπλος … Dictionary of Greek